εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
σπήκερ — ο, Ν άκλ. 1. εκφωνητής ειδήσεων, ιδίως σε ραδιοφωνικό σταθμό 2. (στη Μεγάλη Βρετανία) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Κοινοτήτων 3. (στις Ηνωμένες Πολιτείες) ο πρόεδρος τής Βουλής τών Αντιπροσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. speaker] … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Νίλσεν, Λέσλι — (Leslie Nielsen, Καναδάς 1926 –). Καναδός ηθοποιός. Σπούδασε ΜΜΕ και ξεκίνησε σαν εκφωνητής και παραγωγός μουσικών εκπομπών στην πατρίδα του ώσπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου και παρακολουθησε μαθήματα στο… … Dictionary of Greek
Ρίγκαν, Ρόναλντ — (Ρέιγκαν Reagan, 1911 –) Πρόεδρος των HΠA (1981 1989), ηθοποιός κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Ταμπίκο του Ιλλινόις το 1911. Μετά τις βασικές σπουδές του εργάστηκε σε ραδιοφωνικό σταθμό ως εκφωνητής αθλητικών εκδηλώσεων και το 1937 εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek